- νεογλαγής
- νεο-γλαγής, ές, neugeboren, noch die Muttermilch trinkend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεογλαγής — νεογλαγής, ές (Α) 1. αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να θηλάζει, ο νεογέννητος 2. αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να παρέχει γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευ γλαγής, πολυ γλαγής] … Dictionary of Greek
νεογλαγέας — νεογλαγής newly yielding milk masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογλαγέες — νεογλαγής newly yielding milk masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεογλαγέων — νεογλαγής newly yielding milk masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλάγος — ( εος), το (Α) γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *γλάκος, με αφομοίωση < (θ.) γλακ (πρβλ. γάλα). Σύμφωνα προς άλλη άποψη, το γλάγος θεωρείται ως ετυμολογική βάση αυτής τής οικογένειας από αρχική μορφή ρίζας *βλαγ < … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek